το όνομα
Αλθαία (η) μετγν. κ. νεωτ.Η ελώδης μαλάχη, φυτόν ποώδες… Η κοινώς «αλταία» των φαρμακείων. Γένος της τάξεως των μαλαχωδών (MalVaceae), περιλαμβάνον περί τα 15 είδη υψηλών μονοετών, διετών και πολυετών φυτών. Αλθαία η φαρμακευτική (A. officinalis), γνωστή εν Ελλάδι ως νερομολόχα… χρησιμοποιούνται αι ρίζαι διά φαρμακευτικούς σκοπούς. Αλθαία η ροδανθής (Α. Rosea)η κοινώς δενδρομολόχα, είναι διαδεδομένη εις όλον τον κόσμον ως καλλωπιστικόν φυτόν. Πολλαπλασιάζεται ευκόλως διά σπόρου.
αλθαίνω κ. μτγν. Μελλ. αλθήσω… ιατρεύω, δημ. Γερεύω. Ησ. «αλθαίνει: αύξει, θεραπεύει, υγιαίνει // Παθ. αλθαίνομαι: Θεραπεύομαι, δημ. Θρέφομαι, γιαίνω. Άλθεξις: Θεραπεία, ίασις, γιατρειά.